- πρασοκουρίς
- -ίδος, ἡ, Αείδος βλαβερού εντόμου που τρώει τα πράσα, ο κρεμμυδοφάγος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πράσον + κουρίς (< κουρά)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρασοκουρίς — a creature fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρασοκουρίδας — πρασοκουρίς a creature fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρασοκουρίδες — πρασοκουρίς a creature fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρασοκουρίδων — πρασοκουρίς a creature fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρασοκουρίσι — πρασοκουρίς a creature fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρούχος — (I) ο και (ουδ.) το [βρουχούμαι] ο βρυχηθμός. (II) ο και βρούκος (AM βροῡχος) μικρή ακρίδα χωρίς φτερά νεοελλ. το παράσιτο των λαχανικών πρασοκουρίς, κολοκυθοκόφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο συσχετισμός του με το βρύκω «καταπίνω» οφείλεται σε παρετυμολογία.… … Dictionary of Greek